σακχάρωσις

σακχάρωσις
η, Ν
(λόγιος τ.) η ενέργεια τού σακχαρώ, η παρασκευή ενός προϊόντος με την εμπότιση ή την περικάλυψή του με ζάχαρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σακχαρῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”